κατεσφραγισμένα

κατεσφραγισμένα
κατεσφρᾱγισμένα , κατά-σφραγίζω
close
perf part mp neut nom/voc/acc pl
κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά-σφραγίζω
close
perf part mp fem nom/voc/acc dual
κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά-σφραγίζω
close
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασφραγίζω — και ιων. και επικ. τ. κατασφρηγίζω (Α) 1. σφραγίζω, εντελώς, κλείνω επιμελώς, διαφυλάσσω («ἐν πτυχαῑς βίβλων κατεσφραγισμένα», Πλούτ.) 2. μτφ. προσδίδω κύρος σε κάτι, επισφραγίζω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω 3. καθορίζω επακριβώς κάτι …   Dictionary of Greek

  • πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”